- κέραος
- κέραςAër.neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεραός — κεραός, ά, όν, ποιητ. τ. θηλ. κεράς, άδος (Α) 1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («εὑρών... ἔλαφον κεραόν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέρατο, κεράτινος («κεραοὺς δὲ πέριξ ὑπεβάλλετο τοίχους», Καλλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < *κερα Fός.… … Dictionary of Greek
Κεραός — horned masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραός — horned masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραῶν — κεραός horned fem gen pl κεραός horned masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραόν — κεραός horned masc acc sg κεραός horned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερααί — κεραός horned fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεραοῖο — Κεραός horned masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραοῖο — κεραός horned masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεραοῖς — Κεραός horned masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραοῖς — κεραός horned masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)